χαυνώνω

χαυνώνω
χαυνῶ, -όω, ΝΜΑ [χαῡνος]
νεοελλ.
(μτβ.) επιφέρω χαύνωση, προξενώ πνευματική ή σωματική νωθρότητα («η τηλεόραση τόν χαυνώνει»)
μσν.
1. μτφ. εξασθενίζω κάτι («εἰρήνη χαυνοῑ τὴν πολιτείαν», Ιω. Λυδ.)
2. παθ. χαυνοῡμαι, -όομαι
γίνομαι μαλακός («ἡ γῆ χαυνοῡται εἰς ῥαγάδας», Γεωπ.)
μσν.-αρχ.
παθ. γίνομαι πλαδαρός («χαυνοῡσθαι ὑπὸ τοῡ νότου τὰ σώματα ταῑς κυούσαις», Αιλ.)
αρχ.
1. (σχετικά με ενέργεια) χαλαρώνω
2. μτφ. κάνω κάποιον αλαζόνα
3. παθ. (για φλόγωση) παρέρχομαι, θεραπεύομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαυνώνω — χαύνωσα, χαυνώθηκα, χαυνωμένος 1. κάνω κάποιον χαύνο, αποχαυνώνω. 2. πέφτω σε αποχαύνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαυνώ — όω, ΜΑ βλ. χαυνώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”